- παραμυθολόγος
- οθηλ. -α ο παραμυθάς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παραμυθολόγος — ο, η, θηλ. και α 1. αυτός που αφηγείται παραμύθια 2. αυτός που λέει ψέματα, ψευδολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραμύθι + λόγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
παραμυθολογάς — ο, θηλ. παραμυθολογού παραμυθάς, παραμυθολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραμυθολόγος + κατάλ. άς) … Dictionary of Greek
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
παραμυθαριά — η η παραμυθολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραμύθι + κατάλ. αριά (πρβλ. ζυγ αριά, κλειδ αριά)] … Dictionary of Greek
παραμυθολογώ — έω [παραμυθολόγος) 1. διηγούμαι παραμύθια 2. λέω ψέματα, ψευδολογώ … Dictionary of Greek
παραμυθολόγιο — το [παραμυθολόγος] βιβλίο που περιέχει παραμύθια … Dictionary of Greek
τερατολόγος — α, ο αυτός που λέει τερατολογίες, παραμυθολόγος: Μην τον πιστεύεις, είναι τερατολόγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)